- κακοποίησις
- -εως ἡ N 3 0-0-0-1-1=2 Ezr 4,22; 3 Mc 3,2evil-doing; εἰς κακοποίησιν to harm, to injure
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κακοποιήσει — κακοποίησις fem nom/voc/acc dual (attic epic) κακοποιήσεϊ , κακοποίησις fem dat sg (epic) κακοποίησις fem dat sg (attic ionic) κακοποιέω do ill aor subj act 3rd sg (epic) κακοποιέω do ill fut ind mid 2nd sg κακοποιέω do ill fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιήσεις — κακοποίησις fem nom/voc pl (attic epic) κακοποίησις fem nom/acc pl (attic) κακοποιέω do ill aor subj act 2nd sg (epic) κακοποιέω do ill fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποίησιν — κακοποίησις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκωση — η (AM κάκωσις, Μ και κάκωση) [κακώ] κακοποίηση, κακομεταχείριση νεοελλ. ιατρ. ελαφρά ή και βαριά σωματική βλάβη που έχει προκληθεί από άλλο άτομο ή από εξωτερική βίαιη ενέργεια νεοελλ. μσν. κακοπάθεια, ταλαιπωρία μσν. 1. κακή πράξη 2. καταστροφή… … Dictionary of Greek
κακοποίηση — η (AM κακοποίησις) [κακοποιώ] νεοελλ. 1. κακομεταχείριση, βιαιοπραγία, βασανισμός, βάναυση πράξη που επιφέρει βλάβη 2. υβριστική, βάναυση συμπεριφορά 3. βιασμός, ατίμωση διά τής βίας 4. κακή χρήση, διαστρέβλωση («κακοποίηση τής αλήθειας») μσν.… … Dictionary of Greek
κακοποιήσῃ — κακοποιήσηι , κακοποίησις fem dat sg (epic) κακοποιέω do ill aor subj mid 2nd sg κακοποιέω do ill aor subj act 3rd sg κακοποιέω do ill fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)